- προσσυνάπτω
- προσσυν-άπτω,A add besides, τῷ ἐνεστῶτι τὸν παρῳχημένον [χρόνον] S.E.M.9.46;
στίχους Ath.5.180c
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στίχους Ath.5.180c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσυνάπτω — Α συνάπτω, προσαρτώ κάτι ακόμη … Dictionary of Greek